ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟΚΤΟΝΟ ΣΠΑΡΑΓΜΟ: “ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ”

Εμφανίσεις: 1559

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

Αν ανακαλέσουμε, φίλε αναγνώστη, τους σιγανούς ήχους της μνήμης, τους πανηγυρισμούς, τους γιορτασμούς, τους ελπιδοφόρους, στην Ευρώπη, όταν ελευθερώθηκε, κι’ αφουγκραστούμε αυτούς, της δικής μας Πατρίδας, η ψυχή μας θα πονέσει, θα γεμίσει θλίψη, θα οργισθεί, γιατί μέσα στον στρόβιλο της χαράς, και της προσμονής για ένα καλύτερο μέλλούμενο, για όλους τους λαούς, μόνο η δική μας δεν συμμετείχε.

-ΓΟΝΑΤΙΣΜΕΝΗ από τη φτώχεια, καταστραμμένη, μαυροφορεμένη από τους σκοτωμούς, διχασμένη από μίσος, που άλλοι στάλαξαν στη ψυχή της, προσπάθησε επί χρόνια, να ρίξει βάλσαμο, στις βαθιές, ανοιχτές πληγές της, που αιμορραγούσαν. Τόσο ο πόλεμος και η κατοχή επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, όσο και ο εμφύλιος στη συνέχεια, αποδεκάτισαν, και ξερίζωσαν εκατοντάδες δεκάδες Έλληνες. Τά θύματα, ήταν πάρα πολλά, η πείνα, η φτώχεια, οι φόνοι, η προσφυγιά, αποδεκάτισαν τον άμαχο πληθυσμό.

-ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ, όχι μόνο μας άφησαν στην τύχη μας, αφού το μόνο που τους ενδιέφερε, ήταν πως θα εξασφαλίσουν, τα Γεωπολιτικά τους συμφέροντα, με κάθε τρόπο, και μέσο, αλλά ,όπως ξέρουμε από τα διαβάσματά μας, έβαλαν το χέρι τους, στον αδελφοκτόνο σπαραγμό, που σαν Πόντιο Πιλάτο, τον ονόμασαν,
Ελληνικό Εμφύλιο. Δυστυχώς αυτό το βλέπουμε και σήμερα, σε πολλές μακρινές δυστυχισμένες χώρες, που ξεσπούν εμφύλιοι, πως αν και αυτό το τραγικό φαινόμενο, είναι εσωτερική υπόθεση, τόσο η εξέλιξη, όσο και η έκβασή του, συχνά για να μη πούμε συνήθως οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες.

-Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ταλαιπωρήθηκε, όσο καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, κατά τη διάρκεια, του Πολέμου, από τους κατακτητές και όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκαν, οι θυσίες της, αλλά οδηγήθηκε εσκεμμένα, στον εμφύλιο σπαραγμό και εκατοντάδες χιλιάδες, ξεσπιτώθηκαν, και έπεσαν θύματα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Σύμφωνα, με επίσημα στοιχεία, της USVRRA από το 880.000 θύματα πολέμου, οι 760,000 ήταν άμαχοι. Το μεγαλύτερο αριθμό ξεσπιτωμένων, ή προσφύγων, δημιούργησαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, των κατακτητών, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ολόκληρα χωριά, υποχρεώθηκαν να ζήσουν για μήνες στα βουνά, ή σε καλύβες στους κάμπους. Χιλιάδες χωριά, και κωμοπόλεις καταστράφηκαν, ερημώθηκαν, από τους βομβαρδισμούς, εμπρησμούς, λεηλασίες. Δυστυχώς το κακό αυτό όπως προείπαμε δεν σταμάτησε, ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά.

-ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΙ, όσοι είχαν αντισταθεί, στον εχθρό, με το μέρος των ανταρτών, για να μη συλληφθούν, έφευγαν από τα χωριά τους, και πήγαιναν, στις μεγάλες πόλεις, ή προς τα βουνά, όπου κατέφυγαν και ολόκληρες οικογένειες. Από την άλλη 750.000 κάτοικοι ορεινών χωριών, υποχρεώθηκαν από τον Κυβερνητικό στρατό, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, το βιός τους, και να εγκατασταθούν σε παραπήγματα στις πόλεις. Είναι άγνωστος ο αριθμός αυτών, που μετά τη τραγωδία του αδελφοκτόνου σπαραγμού, γύρισαν στα χωριά τους, τα ερειπωμένα, και προσπάθησαν να κτίσουν τη ζωή τους, από την αρχή ή ξενιτεύθηκαν, πήγαν να ζήσουν κάτω από ξένους ουρανούς.

-ΜΕΤΑ τον χαλασμό, η Ελλάδα, βιώνει τη, τραγικότερη πραγματικότητα. Ανέχεια, ανεργία, κοινωνική ανασφάλεια, κυρίως στα κοινωνικά στρώματα, τα ευαίσθητα οικονομικά, που η μόνη διέξοδος, γι’ αυτούς, ήταν ο ξεριζωμός, όπως προείπαμε. Ή Μετανάστευση, ξεκίνησε από τη περίοδο του πολέμου, και της κατοχής, αλλά κυρίως μετά την Εθνική τραγωδία του εμφυλίου. Μέχρι το 1960,έφυγαν περισσότεροι, από ένα εκατομμύριο Έλληνες, και μάλιστα στη πλέον παραγωγική τος ηλικία με αποτέλεσμα, η Πατρίδα μας, να χάσει το παραγωγικό, δυναμικό της, έτσι που ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, η κατάσταση στην Δύστυχη Πατρίδα, ήταν εκτός ορίων. Ο φόβος κυριαρχούσε στο Ελληνικό τοπίο απ’ άκρη σ’ άκρη.

-ΓΗ ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΗ Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφηκε, στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, ήταν μια επίσημη Συμφωνία-Συνθήκη, ανάμεσα στο Ελληνικό Κράτος, και στην Αριστερή αντίσταση. Η Βρετανία, με τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, τόσο κατά τη διάρκεια του Πολέμου, υπαγόρευσε στην ουσία, τις διαπραγματεύσεις, και επωμίσθηκε σοβαρές ευθύνες, όπως όλοι ξέρουμε, λόγω και της ένοπλης συμμετοχής της, στα Δεκεμβριανά. Ο Στόχος αυτής της Συνθήκης, ήταν αγαθός, αφού σκοπός της ήταν, η λήξη του διχασμού, και η ειρηνική μεταπολεμική εξέλιξη, απέτυχε όμως, αφού η Ελλάδα παρέμεινε διχασμένη, και στη συνέχεια ξέσπασε ο εμφύλιος σπαραγμός, με τη πιό τραγική μορφή.

-ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ γεγονότων, προηγήθηκαν, της Συμφωνίας της Βάρκιζας, που τελικά περιθωριοποίησε, την Αριστερή Αντίσταση, αφοπλίζοντας, τους μαχητές της, που δεν μπόρεσαν τότε να καταλάβουν, πως έχασαν το παιχνίδι της Εξουσίας. Ενώ, στην ουσία παιζόταν, από τις τρείς μεγάλες Δυνάμεις, του Αντιναζιστικού Παγκόσμιου πολέμου, οι οποίες, πέρα από τον κοινό στόχο, την συντριβή του Άξονα, δεν είχαν άλλο σημείο επαφής, εκτός από τη κοινή προσήλωση, στον ωμό ρεαλισμό, την ώρα της μοιρασιάς……………… ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[Παυλίνα Μπεχράκη]
Εικαστικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια

Από το εικονιζόμενο βιβλίο μου εκδ.2015

Ο ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ: ΑΙΣΧΟΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Εμφανίσεις: 1452

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

Βρισκόμαστε στίς μέρες, που οι επιτελικοί, του Ιταλικού Φασισμού, καταστρώνανε σχέδια, για την Ελλάδα, και αποφασίσανε να αρχίσουνε με μιά τορπίλη, στό ειρηνικό λιμάνι της Τήνου.. και προχωρήσαμε στη φάση της θύελλας και την Άνοιξη, στην Αθήνα, είχαμε Kommandatour..Tί σήμαινε αυτό θά το μαθαίναμε σε λίγο. Μετρηθήκαμε και είμαστε απίστευτο- περίπου ίδια. Ο Σεφέρης μόνο ήταν μακριά, μέσα στους αγάπανθους, και ο Σαραντάρης πολύ πιό μακριά….. Ήταν η μόνη και πιό άδικη απώλεια.

-ΔΕΝ γράφω εδώ, τα απομνημονεύματα μιας ζωή. Αλλά το χρονικό ,ενός πνευματικού αγώνα. Θα προσπεράσω για να μη ξαναπιάσω, όπως άλλοτε και αλλού, τις σκληρές μέρες της Αλβανίας. Θέλω να καταγγείλω απροκάλυπτα, το επιστρατευτικό σύστημα εκείνων τών δραματικών ημερών, του πολέμου, που δέν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει, στά Γραφεία, και στις Επιμελητείες, όλα τα χοντρόπετσα θηρία, των Αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων, και να ξαποστείλει στη πρώτη γραμμή, το πιό αγνό και ανυπεράσπιστο λόγω αδύνατης υγείας πλάσμα. Έναν χρήσιμο Διπλωματούχο, Ιταλικού Πανεπιστημίου-ό μόνος ίσως σε όλο το στράτευμα, της νομικής Επιστήμης, που θα μπορούσε να είναι περιζήτητος, σε υπηρεσία αντικατασκοπείας, η ανάκρισης αιχμαλώτων. Έναν διανοούμενο, εύθραυστο που όμως είχε προλάβει στη σύντομη ζωή του, να κάνει τις πιό γεμάτες αγάπη, σκέψεις, αποτυπωμένες μέσα στό έργο του γιά την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν μιά δολοφονία, έτσι που έπρεπε να φορτωθεί, το γυλιό, και τον οπλισμό, των τριάντα οκάδων, γιά να χαθεί, παραπατώντας, στα χιονισμένα φαράγγια ένας Ποιητής, αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου, που πέρασε φρικτές στιγμές χωρίς να ξεστομίσει ένα πικρό λόγο για τα “αδέλφια” που του κλέβανε τις κάλτσες, τις κουβέρτες και ότι χρήσιμο κουβαλούσε, με ένα σώμα ελάχιστο ασθενικό. Περήφανος, ο Σπουδαίος, αυτός Έλληνας, με μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε, όσο που να τραγουδήσει “Εγώ, που οδοιπόρησα, με τους ποιμένες της Πρεμεντής“.

-ΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι πέρασε φρικτές ώρες. Τά χοντρά μυωπικά γυαλιά του, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα έχασε μέσα στη παραζάλη. Ο Ποιητής φώναζε και τα “αδέλφια” τον κοροϊδεύανε. Απόμεινε, σαν κατατρεγμένο πουλί, μέσα στη παγωνιά, χωρίς να βαρυγκιμήσει. Χωρίς να ξεστιμίσει, ένα πικρό λόγο. Περήφανος, με ένα σώμα ελάχιστο και μιά μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε, μέχρι να ανεβεί, στους τόπους
που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο!

-ΕΤΣΙ πέθανε ένας Έλληνας Ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση, βλαστημούσανε τον Θεο, και εμπιστεύονταν τη μαριχουάνα. Επρεπε, να τη διαφυλάξουμε αυτή τη μνήμη, να τη κάνουμε σύμβολό μας, και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο. Γιά ένα μεγάλο διάστημα, μείναμε άφωνοι, αμήχανοι, μα στη συνέχεια, γράφαμε μέσα στον Πόλεμο ποιήματα, γιατί γνωρίζαμε όλοι μας πολύ καλά, το νιώθαμε, ότι ήταν η Ποίηση το έσχατο κατφύγιο, της ελπίδας, μέσα στη γενική καταφρόνια, το μόνο άπαρτο, απέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις οχυρό!

ΜΙΑ νεολαία, χωρίς πικάπ, χωρίς τρανζίστορς, έτρεχε με τρύπια παπούτσια, και ξυπόλυτη, που δεν την ενοχλούσε καθόλου, οπουδήποτε ακουγόταν μια φωνή που της έλεγε, ότι θα τα καταφέρει, να αντιδικήσει με τα σιδερικά του διαβόλου. Οί συγκεντρώσεις στα σπίτια, φιλικά, πίσω από κλειστά παράθυρα, με χαρτί μπλέ, στα τζάμια για τη συσκότιση, ήταν ότι επιθυμούσε, ανακαλύπτοντας, πως, δεν είναι η στέρηση της ευμάρειας, που κάνει τη δυστυχία μας τόσο αποτρόπαιη, αλλά η στέρηση της συντροφικότητας, της ελευθερίας. Άθλια παστέλια, βουτηγμένα στο χαρουπάλευρο, και σταφίδες σάπιες, αποτελούσαν τα μόνα εδέσματα, που με την ίδια πάντοτε αξιοπρέπεια, πρόσφερε η νοικοκυρά του σπιτιού. Συχνά σειρήνες, διακόπτανε, την ωραία η συνάντηση.

-ΠΟΤΕ άλλοτε, η κατάπτωση του ανθρώπου και η πιό υψηλή του έξαρση, δεν εβρήκανε τρόπο να συνυπάρξουν τόσο κοντά τόσο πλάι-πλάι, μέσα στην ίδια Πολιτεία μέσα στον ίδιο πληθυσμό, πολλές φορές, αλίμονο, μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Ένας μηχανισμός καταχθόνιος, που ο έλεγχός του είχε ξεφύγει, από τα χέρια εκείνων που τον έστησαν απειλούσε να καταστρέψει τα πάντα. Οί μέρες πικρές αποτρόπαιες, όπου δεν ήξερες, αν ο φίλος που σου μιλούσε, δεν είχε και την αποστολή να σε εξοντώσει. Μέρες μυστικής χαράς, και περηφάνειας, μέρες γεμάτες χτυποκάρδι, έτσι που δεν ήξερες, αν το διπλωμένο χαρτί που σου πέρασαν κρυφά κάτω από τη πόρτα, έκλεινε τη καταδίκη σου, η ένα νέο μήνυμα ελπίδας, ένα ποίημα του Αγγέλου Σικελιανού.
[ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ] “Από τα ανοιχτά χαρτιά

Εμπεριέχεται στο εικονιζόμενο βιβλίο μου εκδ. 2015

ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ 1944 ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: ΑΓΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΑ ΘΗΡΙΑ ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ

Εμφανίσεις: 1534

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

ΛΙΓΟΥΣ μήνες πρίν το τέλος του πολέμου, μέσα στις αρχές του 1944 οι κατακτητές, ήταν θεριά ανήμερα, και η ανθρωπιά έννοια άγνωστη γι’ αυτούς.Η απόφαση της κατοχικής Κυβέρνησης, να προχωρήσει στα τάγματα ασφαλείας, με την υψηλή επίβλεψη των Γερμανών, οφειλόταν στην επιθυμία των τελευταίων, να δούν να χύνεται αίμα Ελληνικό και ήταν η αρχή του αδελφοκτόνου σπαραγμού, που βύθισε την Ελλάδα μας στο πιό βαθύ σκοτάδι. Τής πιό δραματικής, κορύφωσης του Ελληνικού δράματος, και ακύρωσης της Ιστορικής μνήμης.

-Η ΦΟΒΕΡΗ όξυνση των παθών, και της αλληλοσφαγής, διευκόλυνε τη ναζιστική ηγεσία, το να κάνει πιστευτή και στον πιό απλό Γερμανό στρατιώτη, την εκδοχή, ότι η ζωή ενός Έλληνα, άξιζε ελάχιστα, αφού αλληλοσκοτώνονταν, δικαιολογώντας έτσι, την εφαρμογή, υψηλών ποσοτικών, αναλογιών, εκτελεσμένων Ελλήνων, ως αντίποινα για κάθε σκοτωμένο Γερμανό.’Έτσι εκδικητικά οι κατακτητές αφάνισαν εκατοντάδες χωριά, και πόλεις της δόλιας Πατρίδας. Χιλιάδες οι νεκροί, και οι συλληφθέντες, που στάλθηκαν στα κάτεργα της Χιτλερικής Γερμανίας, ακόμα και στις παραμονές της απελευθέρωσης, που πολλοί από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ. Αξίζει να πούμε εδώ, ότι από έρευνα, μεταπολεμικά, από τη Γερμανία, οι λεγόμενοι δωσίλογοι-Προδότες, δεν ήταν πολλοί, αλλά έκαναν φοβερό κακό στην Πατρίδα, το μαύρο 1944, έτσι που έδειχναν πίσω από τη κουκούλα με το δάκτυλο, τον Πατριώτη Έλληνα, στον εχθρό, και τον καταδίκαζε στον θάνατο, τα βασανιστήρια την αιχμαλωσία.

-ΣΤΙΣ 25 Μαΐου του 1944, ξεκίνησαν, από την Αθήνα, δύο αποστολές της Γκεστάμπο, με Έλληνες Ομήρους, και με προορισμό την Γερμανία, που αλλού… Ή πρώτη αποστολή, περιλάμβανε 770, και η δεύτερη 800 Έλληνες πατριώτες. Επρόκειτο για άτομα που είχαν συλληφθεί σαν αντιστασιακοί, και για Ομήρους που είχε συλλάβει η Γκεστάμπο, κατόπιν παραγγελίας από τους κατ’ όνομα Έλληνες προδότες συνεργάτες τους. Αυτούς όλους, τους έστελναν, για καταναγκαστική εργασία. Ανάμεσά τους ήταν άνθρωποι, κάθε ηλικίας, μόρφωσης, και κοινωνικής προέλευσης. Οί άθλιες συνθήκες, και οι κακουχίες, οδήγησαν πολλούς στον τάφο, και δεν ευτύχησαν να γυρίσουν ποτέ, στην αγαπημένη τους Πατρίδα, να τη δούν Ελεύθερη. Δυστυχώς, δεν έγινε ποτέ γνωστός, ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων, πατριωτών, που άφησαν τη τελευταία τους πνοή, στη βόρια κυρίως Γερμανία.

-ΜΙΑ πρόχειρη έρευνα έδειξε, οτι οι Έλληνες νεκροί, ξεπερνούν τους 500 από τις δύο αυτές αποστολές της τελευταίας στιγμής που σκορπίστηκαν στη βαριά πολεμική βιομηχανία, της Εχθρικής χώρας, που χρειαζόταν εργατικά χέρια, στη χαλυβουργία, στη παραγωγή πολεμικού υλικού, στον καθαρισμό των δρόμων, από τα ερείπια, και πάει λέγοντας. Το τραγικό όμως είναι ότι τα άρρωστα μυαλά αυτών των υπανθρώπων, Ναζιστών, μετέφεραν τμήματα των Εταιρειών, του πολέμου, μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι κρατούμενοι, ήταν και το εργατικό δυναμικό, σε μιά κατάσταση εκτός ορίων. Χωρίς τροφή, χωρίς ρούχα, χωρίς κρεβάτια, ο ένας πάνω στον άλλον, και σκληρή δουλειά.

-ΤΟ ΛΑΒΩΜΕΝΟ άγριο ανθρωπόμορφο θηρίο, μέχρι να παραδοθεί, σκότωνε, αιχμαλώτιζε, κατέστρεφε, μέχρι τη τελευταία στιγμή, που “αποχαιρετούσε” χαιρέκακα, την Ελλάδα μας, και άφηνε πίσω του πόνο, ατέλειωτο πόνο, δυστυχία θάνατο, και ερείπια παντού. Μέχρι σήμερα ή χώρα αυτή που φέρθηκε στη Πατρίδα μας, με τόση σκληρότητα, και που κακά τα ψέμα τα τη συνεχίζει, μέχρι σήμερα, κάθε που της δίνεται η ευκαιρία, δεν αναγνώρισε αποζημιώσεις, για το κακό που προκάλεσε, σε ανθρώπους και υποδομές, του τόπου μας. Το δε χρέος, το λεγόμενο “Κατοχικό δάνειο” που μέχρι σήμερα δεν αποπληρώθηκε, και που είναι ανοιχτό, αφού η διατύπωση, “για μελλοντική χρήση”, παραπέμπει ρητά, στην υποχρεωτική πληρωμή, δίχως ημερομηνία λήξης, και που τότε μάλιστα, με πολύπλοκους υπολογισμούς ανερχόταν από τους ίδιους τους Γερμανούς, σε 476 εκατομμύρια μάρκα, το έχουν γράψει στο χιόνι μας γράφουν κανονικά, και εμείς με ραγιαδισμό, σκύβουμε τη ράχη και ας το είχαμε και το έχουμε τόσο αναγκή, έτσι που η Πατρίδα μας, κατά καιρούς βγαίνει με το χέρι απλωμένο και γυρεύει δανεικά. Καί πρέπει να το πούμε, και να το μάθει ο Έλληνας Λαός, που περνάει δύσκολα πως όχι μόνο δεν απαιτήσαμε όλα αυτά τα χρόνια τα οφειλόμενα, αλλά υπάρχει δέσμευση στα μνημόνια, να μη γίνει κανένας συμψηφισμός.. με το χρέος μας, που πάει τον ανήφορο…..ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[Παυλίνα Μπεχράκη]
Εικαστικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια

Από το εικονιζόμενο βιβλίο εκδ. 2015

ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙ!!: ΗΤΑΝ 24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ του 1963, πού ένας Σπουδαίος Έλληνας Ποιητής, Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ τιμήθηκε με το ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Εμφανίσεις: 1579

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙ!!!!! ΗΤΑΝ 24 ΌΚΤΩΒΡΙΟΥ τού 1963, πού ένας Σπουδαίος Έλληνας Ποιητής, Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Τιμήθηκε μέ τό ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Λίγους μήνες αργότερα, καί όταν παραλαμβάνει τό Βραβείο του μίλησε στά Γαλλικά, γιά τήν Ελλάδα καί τή Σπουδαία ΠΑΡΆΔΟΣΉ ΤΗΣ, ΠΟΎ ΔΈΝ ΔΙΑΚΌΠΗΚΕ ΠΟΤΕ! Ένά μικρό άπόσπασμα γιά νά περηφανευτούμε, ώς δικαιούμαστε σάν Έλληνες φίλοι μου.

-“ΑΝΗΚΩ σέ μιά μικρή χώρα. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στή Μεσόγειο, πού δέν έχει άλλο άγαθό, παρά τόν άγώνα τού λαού,
τή θάλασσα, καί τό φώς του Ήλιου. Είναι μικρός ό Τόπος μου,
άλλά ή παράδοσή του, είναι Τεράστια, καί τό πράγμα πού
τή χαρακτηρίζει είναι ότι δέν διακόπηκε ποτέ! Ή Έλληνική γλώσσα, δέν έπαψε, ποτέ νά μιλιέται. Δέχτηκε τίς άλλοιώσεις,
πού δέχεται κάθε τί ζωντανό, άλλά δέν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αύτής τής παράδοσης, είναι
ή Δικαιοσύνη”.

ΟΤΑΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΟΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΕΦΕΡΗ
Κάθε κουβέντα του, ήταν ζυγιασμένη, και γεμάτη, από σωστό νόημα, τόσο που σού δινε να καταλάβεις, πως δεν επιδεχόταν συζήτηση. Το γράψιμο γι’ αυτόν ήταν αλήθεια, ένας καημός, που έφτανε από πολύ μακριά κι’ από πολύ βαθιά, ένα μεράκι βουβό, που αυλάκωνε, την όψη του, και άφηνε κάτι σκοτεινό, να κατακαθίσει, όπως η άμμος από το ποτάμι, στα μεγάλα ζεστά μελαγχολικά μάτια. Ένα μόνιμο αίσθημα δυσφορίας, τον έκανε να φαίνεται δύστροπος, απρόσιτος γκρινιάρης, αλλά όλη του η γκρίνια, ήταν για την ευσυνήδητη δουλειά μέσα σε ένα κόσμο προχειρολόγων. Ειδαλειώς, αγαπούσε τους νέους, μολονότι νέος και αυτός, έψαχνε με το κερί να βρεί έναν σύντροφο, έναν αληθινό στίχο. Κι ήξερε, νά’ ναι επιεικής, όταν έκρινε ότι αυτό βοηθούσε.

-ΚΑΠΟΙΑ μέρα με κάλεσε απόγευμα στο σπίτι του. Μέσα στη ησυχία, του μικρού του γραφείου, τον θυμούμαι να ξεφυλλίζει, τα χειρόγραφά μου , και να σταματά και να ξαναγυρίζει, στα κομμάτια που του αρέσανε. Άκουγε με μεγάλη προσοχή, τις εξηγήσεις που του έδινα, και με τρόπο, με απαλότητα, με στοργή, θα μπορούσα να πώ, μού’ κανε κάθε τόσο, μερικές υποδείξεις, που είναι αλήθεια κρίμα που δεν συνεχίστηκαν αργότερα, όταν το μυαλό μου είχε πήξει, και υπήρχε θετική ελπίδα, ότι θα μπορέσω να εκτιμήσω, και να αξιοποιήσω τα διδάγματά του. Σήμερα καταλαβαίνω, ότι τις υποδείξεις εκείνες
τις είχε τις είχε αποτολμήσει, με το σταγονόμετρο, γιατί δεν ήθελε με κανένα τρόπο, να αμβλύνει την επαναστατική μου διάθεση, μολονότι διαφωνούσε στα περισσότερα σημεία, του ποιητικού μου πιστεύω. Στο τέλος ξεχώρισε, την “Επέτειο” και άρχισε να τη διαβάζει μεγαλόφωνα!

-ΗΤΑΝ κάτι παράξενο, πρωτογνώριστο, να ακούω δικά μου λόγια, στα χείλη ενός φτασμένου Ποιητή. Το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά ,ως τη στιγμή που εκείνος, τελειώνοντας, απίθωσε το χαρτί στο τραπέζι, το χτύπησε με το χέρι του, και είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια, σχεδόν εμπιστευτικά. Είναι καλό ποίημα. Όπως κατάλαβα αργότερα μια κουβέντα του Σεφέρη όπως αυτή, ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος, που μπορούσε, να ακούσει κανείς από το στόμα του.

Ο Σεφέρης, δεν είχε μπεί στο σχήμα της επαναστατικής ποίησης, όπως την οραματιζόμαστε, και ελπίζαμε να την επιβάλουμε, ήταν πάντως ο Ποιητής, που με το δεύτερο βιβλίο του, είχε σπάσει τα δεσμά του στίχου, και όχι μόνο, ζητούσε, να οριοθετήσει, και να αποτυπώσει, έναν καινούργιο χώρο, που θα είμαστε ευτυχείς, αν μπορούσαμε τελικά να τον προσαρτήσουμε.. Ό Σεφέρης έμελλε, να δώσει τελικά μορφή, σε μια ρευστή κατάσταση, και να αποφασίσει, για την εξέλιξη που θά’ παιρναν, τελικά, τα Λογοτεχνικά πράγματα του τόπου μας. Ή αντίθεση, ανάμεσα στη παράδοση, και στις νέες μορφές, άρχισε σιγά σιγά να αμβλύνεται, ώσπου να καταλήξει, σε μια φυσιολογική συγχώνευση και, μια καινούργια ανανεωμένη άποψη της Ελληνικότητας, είχε γεννηθεί. Ή ανακούφιση, η ιδέα, πως κάποιος που τάχει τετρακόσια αγρυπνεί, και αυτός ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, ήτανε, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις γενέες, το νόημα του δασκάλου. Καί ο Σεφέρης πραγματικά, ήταν ο τελευταίος δάσκαλος, αφού κανείς !δεν ήλθε, ίσαμε σήμερα, να τον αντικαταστήσει.
[ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ] “ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ

[Από το εικονιζόμενο βιβλίο μου]

ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940-1950: Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ [Συνέχεια του αφιερώματος]

Εμφανίσεις: 1642

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

Μετά, τη μάχη της Κρήτης, και τη κατάληψή της από τον εχθρό, η μπότα του Κατακτητή, πάτησε με ανείπωτη βαρβαρότητα, της Πατρίδας μας το κορμί, δίχως έλεος. Ό Λαός προσπαθεί να προσαρμοσθεί στη σκληρή αυτή πραγματικότητα, που είναι υποχρεωμένος πιά να επιζήσει. Ή Πατρίδα μας, μέσα σε ελάχιστους μήνες, γίνεται κρανίου τόπος. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, και στις μεγάλες πόλεις, ο μεγαλύτερος εχθρός η πείνα, δεν είχε τελειωμό, θερίζοντας, 30000 Ελληνικές ψυχές. Στους δρόμους, κυκλοφορούσαν φαντάσματα όχι άνθρωποι. Ή εξαθλίωση απλώνεται παντού.

-ΠΡΕΠΕΙ να πούμε, πως οι ελλείψεις σε τρόφιμα, και οι στερήσεις κυρίως στις μεγάλες πόλεις, άρχισαν πριν τη Κατοχή. Στην αγορά, βρίσκονταν μόνο ζάχαρή, αλεύρι, αλάτι, καμιά αγκινάρα, φασόλια και ρύζι. Γρήγορα όμως τα ράφια άδειασαν, και τα μαγαζιά έκλεισαν, αφού δεν είχαν τίποτα, πιά για πούλημα. Έβαλαν λουκέτο και τα περισσότερα εργοστάσια, έμειναν μονάχα, όσα μπορούσαν να υπηρετούν τους κατακτητές. Στόν μαύρο χειμώνα, του 1941-1942 ο Λαός, πείνασε, πέθαινε στούς δρόμους. Το κακό είχε αρχίσει από το Φθινόπωρο, γιατί ο εχθρός, όσο και οι “φίλοι” μας οι Άγγλοι, που όπως ξέρουμε από τα διαβάσματά μας, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα Ελληνικά πράγματα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του Πολέμου, και κατά τη Κατοχή, που με τον αποκλεισμό, με στόχο, να μη τροφοδοτείται ο Κατοχικός στρατός, πείνασε ο Λαός μας. Μια πολιτική, δίχως νόημα, στην ουσία, και δίχως όφελος γι’ αυτούς, και τους συμμάχους, αλλά για την Ελλάδα, και τον Λαό της καταστροφικής, αφού τον παρέδωσε στο μαρτύριο της πείνας, και οδήγησε χιλιάδες στον θάνατο.

-ΆΠΟ την άλλη, ο Κατακτητής, κατάσχεσε όλες τις αποθήκες τροφίμων, από την πρώτη μέρα, που πάτησε το πόδι του στη δύστυχη Πατρίδα, και επίταξε ό,τι του χρησίμευε. Εργοστάσια κονσερβοποιίας, για παράδειγμα, μετατράπηκαν, σε αποθήκες διατηρημένων τροφών, για να τις έχουν για μελλοντική κατανάλωση. Άπό τη πρώτη μέρα φάνηκε η βαρβαρότητα, των στρατιωτών, του Χίτλερ. Δεν σεβάστηκαν, διεθνείς συμβάσεις, που θα διαφύλατταν την επιβίωση των νικημένων. Έφθασαν στη Πατρίδα μας, την καταπάτησαν, την κατάκλεψαν οι Γερμανοί, δίχως να διστάσουν ούτε στιγμή. Άρπαζαν όσα τρόφιμα ήθελαν, Ολόκληρος στρατός Κατοχής έπρεπε να ζήσει από τα τρόφιμα του Λαού μας, και όχι μόνο αυτό, έδωσαν και στους Ιταλούς, που έκαναν και αυτοί με τη σειρά τους το ίδιο.. Μαύρα χρόνια πέτρινα.

-ΣΤΗΝ αρχή, πέθαιναν, δεκάδες. Σιγά σιγά η πείνα πήρε διαστάσεις Εθνικής τραγωδίας, έτσι που στη συνέχεια, έγιναν εκατοντάδες, και χιλιάδες. Σκελετοί σκεπασμένοι με κάποιο χιλιομπαλωμένο ρούχο, κουρελιασμένο, περιφέρονταν ψάχνοντας στα σκουπίδια. Γέροντες και παιδιά, με νεκρική χλωμάδα στο πρόσωπο, με αγωνία στέκονταν στην ουρά, για μιά στάλα ζωή. Καί ξαφνικά λύγιζαν, και πέφτανε δίχως λαλιά στη γή νεκρά. Τά τραγικά αυτά περιστατικά, γίνανε καθημερινά, και ήταν τόσο σοκαριστικά, που δεν μπορεί να τα συλλάβει ανθρώπινος νούς. Ένας Συγγραφέας που μου διαφεύγει το όνομά του, έγραψε με πίκρα. “Ό μεγαλύτερος μπελάς, που μπορείς να βάλεις τώρα στους δικούς σου, είναι ινα πεθάνεις”. Μερικές φορές, οι φτωχοί, και ανήμποροι, έθαβαν όπου μπορούσαν τους νεκρούς τους, χωρίς να δηλώνουν τον θάνατό τους, για να διατηρήσουν το δελτίο τροφίμων τους. Οι λίγες ποσότητες, σε όσπρια, ρύζι, αυγά, που με την έγκριση των Άγγλων, το καλοκαίρι του 1941 τρείς μήνες μετά την εισβολή, και τη Κατοχή, μόνο από τη Τουρκία, από δική της παραγωγή, ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό της ανάγκης, της στέρησης, και πείνας του Λαού μας.

-ΟΙ ΚΡΑΥΓΕΣ απόγνωσης, του Ελληνικού Λαού, ανάγκασαν τους “φίλους” συμμάχους, να φτιάξουν ένα πρόγραμμα επισιτισμού, του Λαού που πέθαινε στούς δρόμους, από τον Ιούνιο, του 1942. Ό Χίτλερ άκουσον, άκουσον, σε ομιλία του τον Μάϊο του 1941 δήλωσε υποκριτικά. “Μας πλημυρίζει ειλικρινής συμπόνια, για τον δοκιμαζόμενο Ελληνικό Λαό”. Χιλιάδες χήρες και ορφανά, δημιούργησε η πείνα στη Κατεχόμενη Πατρίδα μας. Τεκμήριο ντροπής, της ανθρώπινης Ιστορίας, και του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, παιδιά αποστεωμένα, από τη πείνα, που προκάλεσε η Γερμανική βαρβαρότητα, 340.000 είναι τα ορφανά Ελληνόπουλα, χωρίς προστασία, που πάλεψαν, για να επιζήσουν, το διάστημα 1940-1944.

-ΣΕ μια εποχή, μαύρη και σκοτεινή, όπου παραμόνευε ο θάνατος, ξεπήδησε η μεγάλη ανάταση-ανάσταση, η Εθνική αντίσταση, για τη τιμή και την ελευθερία της Φίλτατης Πατρίδας. Ή Γενιά του 1940,ήταν μιά ηρωίκή γενιά, που εξαγόρασε, με θυσίες, πόνο, δάκρυα, το δικαίωμα της Ελευθερίας. Όμως και δυστυχώς, η Πατρίδα μας, έμεινε μόνη αβοήθητη, με τα ερείπια και τους νεκρούς της, τη στιγμή, που οι άλλες χώρες όταν τέλειωσε ο πόλεμος, προχωρούσαν σε ένα ελπιδοφόρο μελλούμενο. Όί Κατακτητές βρήκαν τον τρόπο να τη βγάλουν “καθαρή” να μη πληρώσουν για τα ερείπια, τους φόνους, τα εγκλήματα πολέμου, την αραγή, και πάει λέγοντας. Από την άλλη, οι σύμμαχοι, οι μασκαρεμένοι φίλοι, για τα δικά τους συμφέροντα, τις δικές τους επιδιώξεις, σπείραν το σπόρο της διχόνοιας, διαχώρισαν και απαξίωσαν την καθολική Αντίσταση, με μοναδική δεξιότητα, και φύτρωσε και υψώθηκε, ο ανθρωποφάγος, αδελφοκτόνος σπαραγμός, που τελειωμό δεν είχε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[Παυλίνα Μπεχράκη]
Εικαστικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια

Από το εικονιζόμενο βιβλίο μου εκδ. 2015

ΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940-1950: ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ

Εμφανίσεις: 1678

Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη

Μέσα στη καρδιά της άνοιξης, στις 6 Απριλίου, η Φασιστική Γερμανία, επιτέθηκε στη Πατρίδα μας, που δεν πρόλαβε να πάρει ούτε μια μικρή ανάσα. Τά παιδιά της, καταπονημένα από τον προηγούμενο νικηφόρο πόλεμο, πάνω στα βουνά της Αλβανίας, άγρυπνούσαν στα όρια της σωματικής αντοχής από τις κακουχίες, μέσα στον χειμώνα, αλλά και της στασιμότητας, που είχαν υποσκάψει, τον ενθουσιασμό τους, για να μη πούμε πως το ηθικό τους ήταν χαμηλωμένο, σχεδόν τσακισμένο.

-ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ και στρατιώτες, παρακολουθούσαν με αγωνία, το πλησίασμα στα Βαλκάνια, της Γερμανικής πολεμικής μηχανής, και όταν όπως προείπαμε, στις 6 του Απρίλη ξεκίνησε, η Γερμανική επίθεση, όλοι στα βουνά της Αλβανίας, ένιωσαν μεγάλη ανησυχία. Ποιά μοίρα άραγε, περίμενε τα παιδιά της Ελλάδας εκεί πάνω, στη μεθώριο, μακριά μέσα μιά χώρα την Αλβανία, που παραδόθηκε άνευ όρων στον ΑΞΟΝΑ ΑΠΌ ΤΟ 1939?

-ΟΙ ΚΑΚΕΣ ειδήσεις, που έρχονταν από παντού, έπεισαν και τους πλέον αισιόδοξους, ότι ο πόλεμος, με τους Γερμανούς ήταν τόσο άνισος, ώστε να είναι όνειρο η νίκη. Ή ταχύτατη προέλαση του Γερμανικού στρατού, οδήγησε σε ραγδαίες εξελίξεις. Ήταν πλέον σαφές ότι χωρίς μεγάλη βοήθεια ακαριαία, από μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις, η συνέχιση της αντίστασης, του αγώνα, δεν είχε όχι μόνο καμία ελπίδα, αλλά ούτε καν νόημα. Ό άνισος πόλεμος, πλησίαζε στο τέλος, που δεν άργησε να έρθει. Οί φαντάροι μας, φαντάσματα του εαυτού τους, οι περισσότεροι, υποχωρούσαν ατάκτως, και λιγότερο συγκροτημένοι, περίμεναν τη ταπεινωτική συνθηκολόγηση, από στιγμή σε στιγμή, απογοητευμένοι, που έγινε με μιά πρώτη συμφωνία, στις 20 του Απρίλη, του 1941 [Πρόσθετα πρωτόκολλα συνθηκολόγησης, υπογράφηκαν στά Γιάννενα, στίς 21,και στη Θεσσαλονίκη στίς 23]. Ή είδηση της συνθηκολόγησης, επιτάχυνε απλά τη διαρροή, και των τελευταίων φαντάρων μας προς τα σπίτια τους. Οί νικημένοι αγωνιστές, γυρίζοντας έφερναν σούρνοντας τα βήματά τους, και τις αναμνήσεις των ημερών ενθουσιασμού, αλλά και μιά πίκρα, της ήττας, που πολλοί απέδιδαν ήδη αποκλειστικά, στούς Βρετανούς, για άστοχους χειρισμούς, αλλά και στους κυβερνώντες ,για τη προδοσία τους.

-ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ δυνάμεις, καταδιωκόμενες από τις Γερμανικές, σε όλα τα σημεία, και αφήνοντας πίσω τους κάθε πολεμικό υλικό, μπόρεσαν να διαφύγουν προς τη Κρήτη, και την Αίγυπτο, με αποτέλεσμα, η συμβολή των Βρετανών, στην άμυνα της Ελλάδας, έλαβε τέρμα, και με ταπεινωτικό τρόπο, για τη μεγάλη χώρα, που στην συνέχεια, με άλλες πράξεις κατά τη διάρκεια του Πολέμου αλλά και, μετά το τέλος του, αποδείχθηκε, εχθρός μασκαρεμένος φίλος, βάζοντας το χεράκι της βαθιά, στον αδελφοκτόνο σπαραγμό, όπως ξέρουμε από τα διαβάσματά μας. Όί Έλληνες αγωνιστές, αξιωματικοί και απλοί στρατιώτες, ποτέ δεν κατάλαβαν, όπως και ο Έλληνας Λαός, τη παράξενη αυτή διαδικασία, με την οποία τερματίστηκε, αυτός ο μέχρι εκείνη την ώρα για ην Ελλάδα, αλλά και για τη Συμμαχία, νικηφόρος Πόλεμος.

-ΣΤΙΣ 20 του Απρίλη παραδόθηκε η Πατρίδα μας, με τη συνθηκολόγηση τη ντροπιαστική, ή οποία και αυτή ακόμα άλλαξε, μετά από μερικές μέρες, στις 29 του ίδιου μήνα, προς το χειρότερο, στου όρους παράδοσης, για να ικανοποιηθούν, και οι φίλοι τους, οι νικημένοι Ιταλοί. Οι φαντάροι μας, σέρνονταν στη κυριολεξία, ρακένδυτοι, πεινασμένοι, λαβωμένοι από το αίσθημα της ήττας, και για έναν λόγο τόσο απαράδεκτο, με εντολή άνωθεν…..’Ότι, έπρεπε, οι Έλληνες να περιμένουν να φύγουν, να λακίσουν, πρώτα οι Βρετανοί, να σωθούν, και μετά να γινόταν η συνθηκολόγηση, με τους πλέον ταπεινωτικούς για την Ελλάδα όρους. Καί να ήταν μόνο αυτό?

-ΣΤΙΣ 29 Απριλίου, οι Βρετανοί υποχωρώντας, προς τη Πελοπόννησο. Πρωτού εγκαταλείψουν τη Πατρίδα μας, αβοήθητη, ανατίναξαν τις δύο πλωτές γέφυρες του Ισθμού της Κορίνθου, και διέφυγαν μέσω ου Εθνικού δικτύου Αθηνών Κορίνθου, και από το λιμάνι της Πάτρας, και κατέφυγαν όπως προείπαμε, στη Κρήτη, και στην Αλεξάνδρεια… Η επόμενη μέρα, της υποδούλωσης, στη Ναζιστική Γερμανία, κράτησε τέσσερα σχεδόν πέτρινα χρόνια, για τον Έλληνα, Λαό, μέχρι το τέλος του πολέμου. Ζούσε, κάτω από το πιό βαρύ εχθρικό ουρανό, όσο καμιάς άλλης Συμμαχικής χώρας, και να ήταν μόνο αυτό, επαναλαμβάνουμε, όπως θα δεις φίλε αναγνώστη διαβάζοντας τη σύνέχεια, αυτού του αφιερώματος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[Παυλίνα Μπεχράκη]

Εικαστικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια

Από το εικονιζόμενο βιβλίο εκδ. 2015