Γράφει η Παυλίνα Μπεχράκη
ΘΕΛΕΙ ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΝ
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ό Ανδρέας Κάλβος,γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, από πατέρα Κερκυραίο και μάννα Ζακυνθινή. Ο πατέρας του Ίωάννης Κάλβος, ήρθε στη Ζάκυνθο ώς αξιωματικός των Βενετσάνων, που κατείχαν τα Επτάνησα, συνδέεται με την Ανδριανή ,κόρη Αριστοκρατικής οικογένειας του Νικόλαου Ρουκάνη, την οποία σε λίγο παντρεύεται. Η ληξιαρχική πράξη γάμου, που σωζόταν, ως τους σεισμούς του 1953,στο αρχείο φυλάκιο Ζακύνθου, αναφέρει, ότι ο γάμος έγινε στίς 19 Ιουλίου του 1791..Δέν πέρασε καλά καλά ένας χρόνος, και γεννήθηκε ο Ποιητής κάπου τον Μάρτη του 1792 Άπό πολύ μικρός ο Ποιητής, θα νιώσει τη πρώτη πίκρα στή ζωή του. Ό πατέρας εγκαταλείπει τη μάνα του και έτσι η μοίρα του τον διώχνει ,Από την ωραίαν και μόνη Ζάκυνθο, και τον φέρνει κοντά στον πατέρα του στό Λιβόρνο της Ίταλίας. Τό Λιβόρνο, αυτό τον καιρό που εγκαταστάθηκε ο Ποιητής,1801-1802,είχε καταστεί κέντρο της Ελληνικής Επανάστασης. Τό νέο πλαίσιο που ζεί ο Ποιητής, είναι εξ ίσου δημοκρατικό, με τη φλογερή Ζάκυνθο Θά επηρεαστεί βαθειά από αυτές τις ωραίες, δημοκρατικές ιδέες, και θα μείνουν για πάντα ριζωμένες στη ψυχή του. Σέ λίγο θα πάει με τον πατέρα του στη Σάμο, όπου η κοινωνική διαπάλη, έχει πάρει οξεία μορφή, και οι συγκρούσεις ανάμεσα στον λαό και στους άρχοντες είναι τακτικές. Άπό τη ζωή στη Σάμο,ο Κάλβος, επηρεάστηκε ακόμα πιο πολύ, Ή Σάμος, του φέρνει στη μνήμη τους Ζακυνθινούς ποπουλάρους, και την ανατροπή της τυραννίας. Στή Σάμο ο Ποιητής αφιερώνει μία από τις ωραιότερες Ωδές του.
“Όσοι το χαλκέον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία”
Αφού έζησε κάμποσα χρόνια κοντά στον πατέρα του, φεύγει στα 1812, και πάει στη Φλωρεντία, κοντά στον συμπατριώτη του Ούγκο Φώσκολο, τον Ποιητή των Χαρίτων,και συνδέεται με αδελφική φιλία. Ό οποίος εκτιμάει τον Κάλβο, τον κάνει γραμματέα του τον βοηθάει οικονομικά, και γράφει στη Ζάκυνθο να ζητήσει βοήθεια για τις σπουδές του, γιατί ο Κάλβος ήταν πολύ φτωχός. Δυστυχώς όμως η Ζάκυνθος, δεν έδωσε καμία απάντηση, στην έκκληση του Φώσκολου κατά πως διαφαίνεται από δύο επιστολές του που σώζονται και έχουν μεγάλη ιστορική σημασία. Η αδιαφορία της γενέθλιας γής, οφειλόταν σε πολιτικά κίνητρα, λόγω του ότι ο Φώσκολος ήταν γνωστός για τις Φιλελεύθερες ιδέες του και την εποχή εκείνη ήταν υπό Αγγλική κατοχή. {1814}. Παρ’ όλη τη πικρία του ο Ποιητής αντιλαμβάνεται τα βαθύτερα αίτια, της “Κοινότητας” να βοηθήσει,και γιαυτό όχι μόνο εξακολουθεί να μιλάει με αγάπη, για τη Πατρίδα του, μα ακόμα γράφει, και την ωδή, πρός Ιονίους, που το περίεχόμενό της, είναι τόσο βαθύ, μιλάει για την απελευθέρωση, των νησιών από την Αγγλική τυραννία.
-Ό ΚΑΛΒΟΣ είναι πιά ώριμος πολιτικά. Έχει προσανατολισθεί προς τον “ορθόν λόγον”. Έχει επηρεαστεί, γενικότερα, από τα πολιτικά ρεύματα της εποχής του, που εκφράζονται και στην Τέχνη, με επαναστατικό τρόπο, εκτός από την Ιταλία, και στη Γαλλία τη Γερμανία, την Αγγλία την Ισπανία, και αλλού. Είναι ο καιρός που καταλύονται οι παλιές “άξίες”, και ορθώνονται τα ιδανικά της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, της Ισότητας, της Αρετής και της Αξιοπρέπειας, όπως τα διατύπωσε, η Ιστορική διακήρυξη, του 1780.
– ΤΩΡΑ ο Κάλβος, αρχίζει να σκέπτεται τη σκλαβωμένη Πατρίδα του, και όταν ο Φώσκολος θα του πει ότι η υπόθεση εκεί κάτω, είναι χαμένη, αυτός δεν θα συμφωνήσει .Καί είχε δίκιο, όπως δείχνουν τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν. Δέν είναι δε, τυχαίο, που ο Κάλβος, γράφει στα 1811,την ωδή στον Ναπολέοντα, πιστεύοντας πως, θα βοηθούσε για την απελευθέρωση, της Επτανήσου, αλλά απογοητευμένος από τη μεταστροφή, του Κορσικανού, και βλέποντάς τον σαν σφετεριστή, της λαϊκής δύναμης, θεώρησε σκόπιμο να τη καταστρέψει. Μάλιστα, στην ωδή, προς Ιονίους που έγραψε το 1814,όπως προείπαμε, προτάσει τους λόγους που τον έκαναν να καταστρέψει την ωδή προς τον Ναπολέοντα. Ό Αυτοκράτορας Αλέξανδρος είχε υποσχεθεί στον δικό μας Καποδίστρια, πως η Ιονία θα ανακηρυχθεί Ελεύθερη Πολιτεία. Μά ένας προδότης, δημοσίευσε, πως θα παραχωρηθούν αυτά τα όμορφα Νησιά σε εκείνον, τον βασιλιά της Νάπολης, που είχε ακρωτηριάσει το βασίλειό του, και το είχε περιορίσει στη Σικελία. Ό φόβος μου μη και συμβεί, αυτή η δυστυχία μου, με έκανε να γράψω αυτή την ωδή. Μετά τον θάνατο του Προστάτη του, Φώσκολου, γυρίζοντας από χώρα σε χώρα διωκόμενος για τις ιδέες του, ο Ποιητής θα πάει στην Ελβετία. Στή Γενεύη με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, δημιουργείται, μεγάλο φιλελληνικό ρεύμα, και δημιουργούνται μάλιστα και φιλελληνικά κομιτάτα.
– Οί ΩΔΕΣ του Κάλβου, προκαλούν μεγάλη αίσθηση, και μεγάλο ενδιαφέρον στους φιλολογικούς και πολιτικούς κύκλους της Γενεύης. Σέ λίγο μεταφράζονται, και τυπώνονται αυτές οι 10 πρώτες στο Παρίσι, και μέσα από την υπέροχη Πατριωτική γραφή ,έρχεται σε άμεση επαφή, με τα φωτεινά μυαλά του καιρού του. Ή μετάφραση, του Παρισιού, προλογίζεται, από Κωνσταντίνο .Νικολόπουλο. βιβλιοθηκάριο της βιβλιοθήκης, του Γαλλικού Ινστιτούτου του Παρισιού και κλείνει τον ωραίο πρόλογο με τούτα τα λόγια.
– ΠΡΟΙΚΙΣΜΕΝΟΣ ο Έλληνας Ποιητής, με ζωντανή και γόνιμη φαντασία, φλεγόμενος, από την ευγενική λαχτάρα, να τιμήσει τη Πατρίδα του, αφοσιώνεται κατά προτίμηση, στην υψηλή λογοτεχνία, και ιδιαίτερα στη λυρική Ποίηση. Όταν για πρώτη φορά, διάβασα τις ωδές του, μου έκαναν τόση εντύπωση, ώστε δεν μπόρεσα να μη φωνάξω, σε μιά κίνηση ενθουσιασμού. Ώ! Αγαπημένη μου Ελλάδα, έχεις πιά έναν κλασικό Ποιητή, έναν άξιο ψάλτη, όλων των ηρωικών αγώνων σου, και των ανήκουστων συμφορών σου…. Και όπως απέδειξε η ιστορία, ο πρώτος κριτικός του Ποιητή των ωδών, δεν έπεσε έξω ούτε κατά μία κεραία. Ο Ανδρέας Κάλβος έγινε ένας από τους Μεγάλους Ποιητές του καιρού του.
– Ή ΣΥΝΒΟΛΗ τού Κάλβου στόν εθνικολυτωτικό αγώνα, του σκλαβωμένου γένους από την αρχή, ήταν μεγάλη. Αργότερα όταν το Παρίσι γίνεται το βασικότερο κέντρο του φιλελληνισμού, ο Ποιητής θεωρεί χρέος του, να πάει στη Γαλλική Πρωτεύουσα, που άλλωστε τρέφει μια μεγάλη αγάπη, για τις δημοκρατικές της παραδόσεις, όπου γνωρίζεται με πολλές προσωπικότητες, με δημοσιογράφους, και φίλους του απελευθερωτικού αγώνα, του Έθνους. Εκεί τυπώνει, και πάλι στα 1826,και τη δεύτερη συλλογή των ωδών, την οποία αφιερώνει στόν Φιλέλληνα στρατηγό Λαφαγιέτ. Ή δεύτερη αυτή συλλογή των ωδών, λόγω και του ότι είναι πλέον το Εθνικό Ελληνικό ζήτημα, στά χείλη όλων, προκαλεί, τα πιό ευνοϊκα σχόλια στον τύπο. Καί είναι για τον Καλό αυτόν Έλληνα και Σπουδαίο Ποιητή, ή μόνη φορά που βλέπει τον εαυτό του νικητή. Στό Παρίσι τον αποκαλούν Πίνδαρο!
– ΤΟΤΕ ακριβώς αποφασίζει να κατεβεί στην Ελλάδα, για να πολεμήσει, για την Ελευθερία της Πατρίδας του. Σέ αποχαιρετιστήριο γράμμα προς τον Λαφαγέτ, θέτει διαχρονικά ιδανικά, που ως σήμερα συγκλονίζουν την ανθρωπότητα, και για τα οποία και σήμερα αγωνίζονται οι Λαοί. Θέτει ιδανικά,
πέρα από τη στενή έννοια της απελευθέρωσης ενός λαού. Γενικεύει το θέμα, και τοποθετεί τον αγώνα του Έθνους, για τα πανανθρώπινα ιδανικά, της Αρετής, της Δικαιοσύνης, και της Ελευθερίας.
– Ό Ποιητής φθάνει στο Ναύπλιο, στις αρχές του 1826,Δυστυχώς όμως, εκεί είδε από κοντά, αυτά που δεν έβλεπε από μακριά. Στό Ναύπλιο, έπειτα από την έξοδο του Μεσολογγίου, οι διάφορες φατρίες, που κυβερνούσαν, τρομοκρατημένες από τις νίκες των τυράννων, δεν ενδιαφέρονταν δια την ανασύνταξη, των δυνάμεων του μαχόμενου Έθνους. Η Διχόνοια, είχε τον πρώτο λόγο, με τον Κολοκοτρώνη, στη φυλακή. Δέν ενδιαφέρονταν για τίποτα άλλο παρά μόνο πως θα σώσουν το σαρκίο τους φτάνοντας ακόμα και σε προσκύνημα, προκειμένου, να εξυπηρετήσουν ακόμα και τα συμφέροντά τους.Έτσι ήταν φυσικό να μη δώσουν καμία σημασία στον ερχομό του Κάλβου, στόν φλογερό πατριώτη, που ήλθε στην Ελλάδα, δια να κάνει κάτι ωφέλιμο για τη Πατρίδα του. Ο Ποιητής
αισθάνεται βαθιά απογοήτευση, βλέποντας να καταπατώνται τα όσια και ιερά της Επανάστασης, να οργιάζει η μικροσυναλλαγή, και οι διάφορες φατρίες να αλληλοσπαράζονται .Όλη αυτή η κατάσταση τον κάνει να φύγει για τη Κέρκυρα. Ό Ποιητής μακριά από την Επανάσταση, όπως προείπαμε, είδε τα πράγματα, στην ιδανική τους μορφή, δέν κατάλαβε, ότι εκτός από τον αγώνα τον ιερό για την Ελευθερία, θα υπήρχαν και οι πίκρες για τα κακώς κείμενα, καί στεναχώριες, και λύπες και διάφορες διαπρεπείς καταστάσεις, και ταλαντεύσεις. Κατά τη διάρκεια που έμεινε ο Ποιητής στη Κέρκυρα, δεν έκανε παρέα με τους άλλους Ποιητές, Της Επτανήσου, και κυρίως με τον Σολωμό. Μερικοί Ιστορικοί υποστηρίζουν, την άποψη, ότι αυτό οφείλεται, στο αγέρωχο, και υπεροπτικό ύφος του Κάλβου. Πως ήταν ιδιόρρυθμος, μοναχικός σαν χαρακτήρας. Άλλοι πάλι λένε πως η Επτανησιακή Σχολή, δεν ανεχόταν, το γλωσσικό ιδίωμα του Κάλβου,και θεωρούσε τον Ποιητή αποστάτη. Οί απόψεις αυτές έχουν κάποια βάση, Όμως σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν να εξαντλήσουν το θέμα αυτό γιατί η παραμονή του στη Κέρκυρα, κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια. Δέν ήταν σύντομη. Αξίζει να πούμε, προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε βαθύτερα τον ψυχικό του κόσμο, ότι ο Κάλβος, αν και όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοχεία των βιογράφων του, είχε πολλές συναισθηματικές περιπέτειες, που απλά το αναφέρουμε σαν πληροφορία και μόνο, δέν αφιέρωσε ποτέ, ούτε ένα στίχο για τη γυναίκα, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι Ποιητές, όλοι γενικά, της εποχής εκείνης, που ο ρομαντισμός ήταν στα ύψη. Ό Κάλβος, τη λύρα του, ήθελε να τη χρησιμοποιήσει, για να ανεβεί εις τον τραχύν, τον δύσκολον, της Άρετής τον δρόμον. Πού δεν είναι τίπα’ άλλο παρά το σύνολο, των αξιών, που μαχόταν ο κόσμος, για την αναγέννηση της ανθρωπότητας, που είχε πέσει σε βαθύ σκοτάδι. Ή μόνη ωδή, θερμότατατης αγάπης, που αφιερώνει σε γυναίκα, είναι προς τη μητέρα του.
“Ώ των πρώτων μου χρόνων,
σταθερά παρηγόρησης,
όμματ’ όπου με βρέχατε,
με γλυκά δάκρυα.!
Καί εσύ στόμα όπου εφίλησα,
τόσες φορές ,με τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος,
μας ξεχωρίζει!”
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ έργο του Κάλβου, είναι πολύ μικρό σε όγκο,-όλες όλες είκοσι ωδές, μα με πολύ Μεγάλο περιεχόμενο. Γιά πολλά χρόνια ο Σπουδαίος αυτός Ποιητής, που είναι γνωστός σε πλατύ κοινό και αναγνωρίζεται ως ένας από τους Σπουδαίους της εποχής, στην Ελλάδα, είναι εντελώς παραγκωνισμένος. Γιά πρώτη φορά έγινε λόγος γι’ αυτόν, στο φιλολογικό περιοδικό του Συλλόγου “Παρνασσός”, από άρθρο, της Γαλλίδας λογίας Ιουλιέτας Λαμπέρ, σε μετάφραση, της Ευφρασίας Κετσέα. Τό 1888 έρχεται ο Παλαμάς και μας λέει, πως “οι ρυθμοί, του Κάλβου, εξεγείροσι βαθέως, την σκέψιν, και μας παρέχουσιν αισθητικήν απόλαυσιν, εκ των σπουδαιοτέρων, και ότι είναι, ο κατ’ εξοχήν ψάλτης της Αρετής ουχί υπό της στενής χριστιανικής εκδοχής, του ασκητισμού, και της ταπεινότητος, αλλά υπό τας δύο καλλίστας αυτής μορφάς, της Ανδρείας, και της Δικαιοσύνης”.
Ο Παλαμάς πρώτος αναγνωρίζει, το μεγάλο ταλέντο του Κάλβου, και του αφιερώνει ένα τραγούδι, στη συλλογή του “Ίαμβοι, και Ανάπαιστοι”. Άπό τότε, αναγνωρίζεται πλέον, και στην Ελλάδα ως Μεγάλος Ποιητής. Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή η νεοελληνική Ποίηση βάφτιζε το ταλέντο της, στον αντίλαλο, του μεγαλειώδους Αγώνα του Γένους για την Ελευθερία του, στην Επανάσταση του 1821,και στά ιδανικά, της Αρετής, της Δικαιοσύνης, και της προόδου του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Τά κύριο θέμα της Ποίησης του Κάλβου, είναι η Αρετή και η Ελευθερία, που αποτελούν και μία αδιάσπαστη ενότητα. Αύτά άλλωστε τα ιδανικά, είναι και ιδανικά όλων των λαών της Ευρώπης, στην εποχή που αυτός έγραψε τις ωδές του.. Έχοντας λοιπόν βαθιά επηρεαστεί από τις βαθιές αλλαγές, που συντελούνται στην Ευρώπη, φωτισμένος, από τις ιδέες και τις αξίες της Ελληνικής Επανάστασης, και έχοντας μέσα του, τα ουσιαστικά γνωρίσματα της ρωμαλαιότητας, που έχει η ελεύθερη σκέψη, μαζί με το ιερό πάθος της ελευθερίας και της αρετής, κατόρθωσε, να δώσει, με τους Πινδαρικούς στίχους του, όλο το μεγαλείο, και το νόημα της μεγάλης εποχής του. Ό στίχος του του Κάλβου, μοιάζει με δωρική κολώνα. Ό Ποιητής, είναι ένας άλλος Τυρταίος, που μιλάει κατ’ ευθείαν, στη ψυχή, και τη συνείδηση του Έθνους, και εκφράζει, με άφθαστους και υπέροχους στίχους, το μίσος κατά των τυράννων, και την αγάπη προς την ελευθερία της Πατρίδας.
-ΌΛΕΣ οι ωδές του είναι αφοσιωμένες στην Επανάσταση του Γένους. Ή έμπνευσή του κινείται απ’ αυτή και μόνο απ’ αυτή, και μακρυά όπως βρίσκεται από την Ελλάδα, με την αρετή και το πάθος του για την ελευθερία, γίνεται με τις ωδές του, ο ασυμβίβαστος, και αδιάλακτος κήρυκάς της. Αύτην τη Ποίηση ήθελε εκείνη τη στιγμή η Ελλάδα, και γέμισε όλους τους λαούς με προσδοκία, και αγαλλίαση, πως κάτι νέο γεννιέται καλό .για την ανθρωπότητα και όχι μόνο για το σκλαβωμένο Ελληνικό Έθνος. Θα τελειώσω αυτό το κεφάλαιο-αφιέρωμα στον μεγάλο ποιητή, και πιστεύω ότι θα είναι και ο πιο ωραίος επίλογος του βιβλίου με κάποιες από τις ωδές του και τον ωραίο λόγο για τον Μέγιστο Ποιητή Ανδρέα Κάλβο, ενός άλλου Καλού Έλληνα, του Σπουδαίου μας Νομπελίστα Ποιητή Οδυσσέα Ελύτη!
[Απευθυνόμενος, προς τους Ηγεμόνες; που καταπιέζουν τους λαούς θα τους πεί]
“Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείται
νέους ιδρώτες θέλετε
εσείς για να πληρώσητε,
πλουσιοπαρόχως,
Τά ξίφη όπου φιλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλειά σας”.
“Καί τώρα εις προστασία μας!
Τά χέρια σας απλώνετε!
Τραβήξετέ τα όπίσω”
[Σέ άλλο σημείο κεραυνοβολεί όλους εκείνους, που στάθηκαν ενάντια,στην εξέγερση του Εθνους.]
“Όταν το δέντρο νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελε,
εδυναμώθη τώρα,
φθάνει η ιαχύς του.”
[Καί αλλού επανέρχεται, για να στηλιτέψει, την τυραννίας και να προφητέψει, ότι θα πέσουν οι τύραννοι.]
“Όταν είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον,
ταχυτέρως, ανοίγονται
σωτήριαι θύραι.
Ανεπόταν, πεθαίνει
πονηρός βασιλεύς,
έσθην η νήχταεν άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.”
[Ή Πίστη στον όποιον Θεό, δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό. Ο Θεός του Κάλβου, δεν ευλογεί κάθε πόλεμο, παρα μόνο τον πόλεμο, που διεξάγεται γιά την ελευθερία και τη Δικαιοσύνη, των καταπιεσμένων].
“Βλέπει ο Θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.
Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
τους ληστάς δεν αφήνουν ατιμώρητους.,
Επί τας κεφαλάς
των αχαρίστων”.
[Ο πατριωτισμός του Ποιητή, και η βαθιά πίστη, στα ιδανικά του καιρού του, θα αναφωνήσει.]
“Ώ Ελλας; ώ Πατρίς μου,
ελπίδων γλυκοτάτων
μήτηρ σε βλέπω ακόμα
ζώσαν και μαχώμενην,
και αναλαμβάνω”.
[Θά πεί ακόμα στους Έλληνες, ότι η διχόνοια, καταστρέφει τα Έθνη, και τους λαούς. Καί μόνο η ομόνοια θα τους σώσει]
“Μάθε ότι εις τους χορούς
των πολέμων, ως έσωσεν,
η ανδρεία τον στρατιώτην
ούτω εις αυτούς η ομόνοια
σώζει το Έθνος”.
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΚΑΙ Η ΛΥΡΙΚΗ ΤΟΛΜΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΠΑΘΙΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
Κάτω από τις σπαθιές του εικοσιένα, πίσω από την επίμονη λάμψη της Αρετής, μέσα στην ίδια την υπεργλυκητάτην ελευθερίαν, κοίταζα για χιλιοστή φορά τον Ποιητή, που μοιάζει, νά’ χει εξορίσει από μέσα του, κάθε ατομική επιδίωξη, νά έχει, θυσιάσει κάθε προσωπική του φιλοδοξία, με μόνο σκοπό, πως θα εξυπηρετήσει, καλύτερα τη φλογερή φιλοπατρία του, που τον φλογίζει, πως θα ανεβάσει κι’ εκείνους που θα τον ακούσουν, ως το μοναδικό ύψος, της Αρετής και της Ελευθερίας. Ή Ελληνική Επανάσταση απλώνεται μπροστά του, που για την ευτυχία του ιερού σκοπού της, είναι ανάγκη ,να επιστρατευθούν όλες οι εκδηλώσεις της ζωής, και η Ποίηση. Αυτή θα γυμνάσει τις ψυχές των Ελλήνων, αυτή θα τους απομακρύνει από τη τριφηλή αντίληψη της ζωής, θα τους προτρέψει στην άσκηση του κορμιού, στη λιτότητα, στην πίστη. Ο Ίδιος ο Μεγάλος Ποιητής, δίνοντας το παράδειγμα, επιβαίνει με λυρικά φτερά, τα κρημνά της Αρετής. Τό καύχημα της Αρχαίας δόξης, που ολοένα επικαλείται, τον δένει πάλι με την Αρχαία Ελλάδα, τον βάζει να μιλεί τη γλώσσα των μύθων της, ν’ ανασταίνει στην ίδια γή, την ωδή, που ισάξια θα ψάλει, καινούργιους ήρωες, που θ’ αφήσει να περάσουν, με τις βράκες και τα φέσια τους, με τον πολεμόχαρο χτύπο των σπαθιών τους, ο Μπότσαρης, ο Κανάρης. Γι’ αυτόν, από τη στιγμή που άστραψε η Επανάσταση, του Γένους το αληθινά αυτό μεγαλειώδες γεγονός, αφιέρωσε σ’ αυτό τη Τέχνη του, που ισοδυναμούσε με το να πάρει το τουφέκι, και να βγεί, τραγουδώντας στα πιο ψηλά κορφοβούνια. Αφοσιωμένος στα πάτρια, υπερμάχεται “δια τον σταυρόν ανδρείως” και βάζει τον σκοπό του μοναδικό να ξαναποχτήσει με ιδρώτα και με αίμα, το καύχημα της δόξης.
“Πυκναί, πυκναί, ως ομίχλη,
περνάουν, από έμπροσθέν μου.
των ψυχών, οι χιλιάδες’ τα χέρια των
ακόμα στάζουσιν αίμα”
Δεν ανέχεται ο Ποιητής των ωδών, να βλέπει στη σκλαβιά, αυτά τα ευτυχισμένα χώματα, και να υποφέρει, να τα βλέπει κάτω από τα βάρβαρα πατήματα εχθρών -τυράννων, ζεί για να ονειρεύεται τη πραγματοποίηση της Ελευθερίας τους.
“Ώ Ελλάς!-ώ πατρίς μου!
Ελπίδων γλυκυτάτων
μήτηρ! σε βλέπω ακόμα
ζώσαν κι μαχόμενην,
και αναλαμβάνω.”
ΚΑΗΜΕΝΕ ΜΕΓΑΛΕ ΑΝΘΩΠΕ, μας χώρισαν οι καιροί,
ήρθες πολυ νωρίς για την Ελλάδα, κι’ εμείς ήλθαμε πολύ αργά για σένα.
Και δεν μπορούμε πια να σου πούμε, πόσο μεγάλος είσαι, δεν θα μάθεις,
ποτέ πως βρέθηκαν μερικοί για να σ’ αγαπήσουν, πως βρέθηκε στόν κόσμο
για σένα λίγη αγάπη!
“Ώ ψυχή δακρυχέουσα.
Ώ τεθλιμμένος φύσημα,
Όμή νεοσπαραγμένη.
Στήθη αφίλητα
Σας άρπαξεν η τύχη
Πίνομεν το πικρόν ποτήριον
Της ξενιτείας, αναστενάζει
η ψυχή μας, αλλά ποτέ δεν
φθάνομεν την ευτυχίαν”
Πράγματι, δεν γνώρισε ποτέ την ευτυχία. Ένας γέροντας με ρούχα κατάμαυρα,
στεκόταν μπροστά μου, σαν έφευγε απογοητευμένος για το Λονδίνο,
αποχαιρετώντας την γλυκυτάτην Πατρίδα, με τη βαθιά μόρφωση κρυμμένη
κάτω από ένα δύσκολο χαρακτήρα, και να αποφεύγει τον κόσμο,
να κλείνεται στον εαυτό του, δίχως να τον δένει τίποτα με τα εγκόσμια
‘ΚΑΗΜΕΝΕ ΜΕΓΑΛΕ ΠΟΙΗΤΗ! Έτσι εχαιρέτισε η σημερινή γενιά
τον Γέρο Αετό, που ολομόναχος κτυπάει πάντοτε τις φτερούγες του,
πάνω από τη λυρική κορφή του δέκατου ένατου αιώνα
[ΌΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ]
Απόσπασμα από το κεφάλαιο -αφιέρωμα στον Ανδρέα Κάλβο 1941-1942 [ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ]
[Παυλίνα Μπεχράκη]
Από το εικονιζόμενο βιβλίο μου
Εικαστικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια